θεματογράφος

θεματογράφος
ο
1. αυτός που γράφει θέματα
2. ειρων. επιδεικτικός ή άτεχνος αρθρογράφος ή συγγραφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα + -γραφος (< γράφω) πρβλ. λεξικο-γράφος παντο-γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεματογράφος — ο συνθέτης λιμπρέτου (σε μουσικά έργα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • θεματογραφία — η 1. η ενέργεια τού θεματογραφώ, το να γράφει κάποιος θέματα 2. η άσκηση, το γύμνασμα με θέματα 3. βιβλίο που περιέχει θέματα για εξάσκηση («λατινική θεματογραφία») 4. ειρων. επιτηδευμένο άρθρο ή πραγματεία για γλωσσική επίδειξη ή απλοϊκό και… …   Dictionary of Greek

  • θεματογραφώ — (Μ θεματογραφῶ, έω) [θεματογράφος] 1. γράφω θέματα, γυμνάσματα νεοελλ. 2. ασκούμαι στη γραπτή έκθεση ιδεών 3. ειρων. γράφω επιτηδευμένα ή άτεχνα κείμενα …   Dictionary of Greek

  • θεματογραφώ — ησα, ασκούμαι στη θεματογραφία, είμαι θεματογράφος (βλ. λλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”